ακροθαλασσιά

Revision as of 06:49, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και ακροθάλασσα, η
η άκρη της θάλασσας κοντά στη στεριά ή η άκρη της στεριάς που βρέχεται από τη θάλασσα, ακρογιαλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο- (Ι) + θάλασσα
ο μεταπλασμός αναλογικά προς τη λ. ακρογιαλιά.
ΠΑΡ. ακροθαλασσινός, ακροθαλάσσιος, ακροθαλασσίτης].