ἀκροδίκαιος

Revision as of 06:49, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

ον,

   A = ἀκριβοδίκαιος, v.l. in Stob.2.7.25, Phot.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκροδίκαιος: -ον, = ἀκριβοδίκαιος, Κλήμ. Ἀλ. 413.

Spanish (DGE)

-ον

• Morfología: [compar. ἀκροδικαιότερος MAMA 8.569]
1 rigurosamente exacto Epiph.Const.Haer.68.6.
2 que aplica la justicia con todo rigor πάσης ἀρετῆς ὤν ἀκροδικαιότερος MAMA l.c., Clem.Al.Strom.2.20.123
muy justo Heph.Astr.Epit.4.116.45.

Greek Monolingual

ἀκροδίκαιος, -ον (AM)
ο υπερβολικά δίκαιος, ακριβοδίκαιος
αρχ.
αυτός που έχει βαθύτατη πίστη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (ΙΙΙ) + δίκαιος.