ακριβοδίκαιος

From LSJ

ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκριβοδίκαιος, -ον)
αυτός που δικάζει με αυστηρότητα, ο ακριβής στην απόδοση του δικαίου
νεοελλ.
αυτός που συντελείται με απόλυτη δικαιοσύνη, ο πολύ δίκαιος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ακριβής + δίκαιος.