ἀκρόπους (-οδος), ο (Α)το άκρο του ποδιού.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + πούςη λ. αντί του ἄκρος πούς, πρβλ. και ἀκρόχειρ.ΠΑΡ. ἀκροπόδιον.