ἀκρόζυμος

Revision as of 06:49, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

ον,

   A slightly leavened, Archig. ap. Gal.13.173, Isid.Etym.20.2.15.

German (Pape)

[Seite 83] leicht gesäuert, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκρόζῡμος: -ον, ὀλίγην ζύμην ἔχων, Γαλην.

Spanish (DGE)

-ον
con poca levadura, ἄρτος Archig. en Gal.13.173, cf. Isid.Etym.20.2.15.

Greek Monolingual

ἀκρόζυμος, -ον (Α)
(άρτος) που έχει λίγη ζύμη ή που έχει ψηθεί προτού ολοκληρωθεί η ζύμωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (ΙΙ) + -ζυμος < ζύμη.