ἁλάτιον

Revision as of 06:49, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

τό, Dim. of ἅλας, Aesop.322b, Aët. 3.109.

German (Pape)

[Seite 90] τό, eigtl. dim. von ἅλας, Salz, Aes. fab. 122; auch ein Arzneimittel.

Greek (Liddell-Scott)

ἁλάτιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ἅλας, Αἴσωπ., πρβλ. τὸ τῆς κοιν. «ἁλάτι.»

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
un peu de sel.
Étymologie: ἅλας.

Spanish (DGE)

-ου, τό
medic. dosis de sal como remedio medicinal ἁλάτια πεπτικά Alex.Trall.2.577.1, ἁ. ὑπακτικά Aët.3.110, ἁ. καθαρτικά Paul.Aeg.7.5.12, cf. IG 42.123.60 (III a.C.), Alex.Trall.1.399.11.

Greek Monolingual

ἁλάτιον, το (AM)
υποκορ. του ἅλας. 1. αλατάκι
2. φάρμακο (με βάση το αλάτι) εναντίον της αμβλυωπίας.