η (Α ἀλευροθήκη)1. θήκη ή κιβώτιο όπου θέτουν άλευρα για φύλαξη2. σκάφη του αλευρόμυλουαρχ.αποθήκη αλεύρων.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλευρον + θήκη < τίθημι.