ἀλάτας
English (LSJ)
ἀλᾱτεία, Dor. for ἀλήτης, ἀλητεία.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
French (Bailly abrégé)
dor. p. ἀλήτης.
Greek Monolingual
Greek Monolingual
ο (θηλ. αλατού) αλάτι
1. αυτός που πουλά αλάτι
2. αυτός που παρασκευάζει αλάτι, που μαζεύει αλάτι από τις φυσικές αλυκές
3. αυτός που αγαπά τα αλμυρά φαγητά.