-ή, -ό (Μ ἀλεστικός, -ή, -όν) αλεστής1. ο σχετικός με την άλεση, ο χρήσιμος στο άλεσμα («αλεστική μηχανή»)2. (ο πληθυντικός ουδετέρου ως ουσιαστικό) τα αλεστικάη δαπάνη για το άλεσμα, η αμοιβή του μυλωνά.