αλιτρεφής

Revision as of 06:50, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ἁλιτρεφής, -ές (Α)
αυτός που τρέφεται από τη θάλασσα ή που ζει στη θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι- (< ἅλς) + -τρεφής < ρ. τρέφω ή ουσ. τρέφος.