αλληλεπίδραση

Revision as of 06:50, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
αμοιβαία επίδραση ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα έμψυχα ή άψυχα όντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλ(ο)- + επίδραση. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. interaction
πρέπει να σημειωθεί ότι στην Κοινωνιολογία και την Ψυχολογία ο αγγλ. όρος interaction έχει αποδοθεί και ως αλληλόδραση].