ἁλόσανθον, το (Α)λεπτό αλάτι από θαλασσινό νερό, αφράλατο, αφράλα2. αναλυτικά ἁλός + άνθοςτο φυτό αψίνθιον, αψέντι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἅλς -ός + ἄνθος.ΠΑΡ. αρχ. ἁλοσάνθινος.