ἁλόσανθον
From LSJ
English (LSJ)
τό, efflorescence of salt, Gal.12.374.
Greek (Liddell-Scott)
ἁλόσανθον: τὸ, = ἅλμη· «ἔνιοι μὲν ὡς ἓν ὄνομα τὸ ἁλόσανθον, ἔνιοι δὲ διαιροῦντες ἁλὸς ἄνθος», Γαλην., ἴδε Λοβ. Φρύν. 304.
Greek Monolingual
ἁλόσανθον, το (Α)
λεπτό αλάτι από θαλασσινό νερό, αφράλατο, αφράλα
2. αναλυτικά ἁλός + άνθος
το φυτό αψίνθιον, αψέντι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἅλς -ός + ἄνθος.
ΠΑΡ. αρχ. ἁλοσάνθινος.