ἁλόσανθον

From LSJ

ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁλόσανθον Medium diacritics: ἁλόσανθον Low diacritics: αλόσανθον Capitals: ΑΛΟΣΑΝΘΟΝ
Transliteration A: halósanthon Transliteration B: halosanthon Transliteration C: alosanthon Beta Code: a(lo/sanqon

English (LSJ)

τό, efflorescence of salt, Gal.12.374.

Greek (Liddell-Scott)

ἁλόσανθον: τὸ, = ἅλμη· «ἔνιοι μὲν ὡς ἓν ὄνομα τὸ ἁλόσανθον, ἔνιοι δὲ διαιροῦντες ἁλὸς ἄνθος», Γαλην., ἴδε Λοβ. Φρύν. 304.

Greek Monolingual

ἁλόσανθον, το (Α)
λεπτό αλάτι από θαλασσινό νερό, αφράλατο, αφράλα
2. αναλυτικά ἁλός + άνθος
το φυτό αψίνθιον, αψέντι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἅλς -ός + ἄνθος.
ΠΑΡ. αρχ. ἁλοσάνθινος.