αλόσανθον

From LSJ

Δειναὶ γὰρ αἱ γυναῖκες εὑρίσκειν τέχνας → Multum struendas mulier ad fraudes valet → Intrigen zu ersinnen ist die Frau geschickt

Menander, Monostichoi, 130

Greek Monolingual

ἁλόσανθον, το (Α)
λεπτό αλάτι από θαλασσινό νερό, αφράλατο, αφράλα
2. αναλυτικά ἁλός + άνθος
το φυτό αψίνθιον, αψέντι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἅλς -ός + ἄνθος.
ΠΑΡ. αρχ. ἁλοσάνθινος.