ἀλυκρός

Revision as of 06:50, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

German (Pape)

[Seite 110] = θαλυκρός, lau, Nic. Al. 385.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλῠκρός: -ά, -όν, = θαλυκρός, θερμός, χλιαρός, Νικ. Ἀλεξιφ. 386.

Spanish (DGE)

-ά, -όν
tibio Call.Fr.270, Nic.Al.386, cf. ἄλυκρον· εὐδινόν Hsch.

Greek Monolingual

ἁλυκρὸς -ά, -όν (Α)
θερμός, χλιαρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται ετυμολογικά με τη λ. ἁλέα (Ι), και πλάστηκε κατά τον τ. θαλυκρὸς ή προήλθε πιθ. από εσφαλμένο διαχωρισμό της λ. σε θἁλυκρός. Οπωσδήποτε η άποψη αυτή είναι προβληματική, γιατί προϋποθέτει αρχική δασύτητα της λ.].