ἁλτηρία

Revision as of 06:51, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

ἡ,

   A use of ἁλτῆρες, Artemid.1.57.

German (Pape)

[Seite 110] ἡ, das Springen mit den Wuchtkolben, Sp.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ

• Alolema(s): -εία Hsch.
halterofilia consistente en hacer ejercicios con las halteras y también en el lanzamiento de las mismas, Antyll. en Orib.6.34.1, cf. Artem.1.57, ἁλτηρεία· ἁφὴ τῆς χειρός Hsch.

Greek Monolingual

η ἁλτηρία, η (Α) ἁλτήρ
η χρήση αλτήρων, το πήδημα με τους αλτήρες.

Greek Monolingual

η ἁλτήρια, τα (Α) ἁλτήρ
μικροί αλτήρες.