ἀλφιτεύω

Revision as of 06:51, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

   A grind barley, Hippon.46.

Spanish (DGE)

(ἀλφῐτεύω) moler cebada hasta hacerla farro Hippon.38.2.

Greek Monolingual

ἀλφιτεύω (Α)
αλέθω σιτάρι ή κριθάρι για να κάνω αλεύρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλφιτεύς.
ΠΑΡ. αρχ. ἀλφιτεία, ἀλφιτεῖον].