αμαξοπηγικός

Revision as of 06:51, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ή, -ό αμαξοπηγός
1. ο σχετικός με την αμαξοπηγία ή τον αμαξοπηγό
2. το θηλ. ως ουσ. η αμαξοπηγική (ενν. τέχνη)
η τέχνη του αμαξοπηγού, η αμαξοποιία.