αμαξοπηγία
From LSJ
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
Greek Monolingual
η (Α ἁμαξοπηγία) ἁμαξοπηγός
η αμαξοποιία.
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
η (Α ἁμαξοπηγία) ἁμαξοπηγός
η αμαξοποιία.