ἀμαθώδης

Revision as of 06:51, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

ες,

   A sandy, ποταμός Str.8.3.14.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμᾰθώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος ἄμμῳ· πλήρης ἄμμου, ἀμμώδης ποταμός, Στράβ. 344.

Spanish (DGE)

-ες
arenoso τὸ ἀμαθώδη τὸν ποταμὸν ἢ τὴν χώραν εἶναι ψεῦδός φασι Str.8.3.14.

Greek Monolingual

ἀμαθώδης, -ες (Α)
αμμουδερός, αμμώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμαθος (ΙΙ) + παραγ. κατάλ. -ώδης].