Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αμμουδερός

From LSJ

Τῶν εὐτυχούντων πάντες εἰσὶ συγγενεῖς → Felicium se quisque cognatum vocat → Ein jeder wähnt sich mit den Glücklichen verwandt

Menander, Monostichoi, 510

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. (για έδαφος) αμμώδης
2. (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) το αμμουδερό
το αμμοδοχείο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Η λ. προήλθε είτε από το ουσ. αμμούδα είτε από το θ. του πληθ. (άμουδες) της λ. άμμος με κατάλ. -ερός].