ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her
-ή, -ό
1. (για έδαφος) αμμώδης
2. (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) το αμμουδερό
το αμμοδοχείο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Η λ. προήλθε είτε από το ουσ. αμμούδα είτε από το θ. του πληθ. (άμουδες) της λ. άμμος με κατάλ. -ερός].