αμερικανίζω
Greek Monolingual
Αμερικανός
1. φέρομαι ή ενεργώ σαν Αμερικανός
2. μιμούμαι τους Αμερικανούς κατά τη συμπεριφορά ή τις συνήθειες.
Αμερικανός
1. φέρομαι ή ενεργώ σαν Αμερικανός
2. μιμούμαι τους Αμερικανούς κατά τη συμπεριφορά ή τις συνήθειες.