αμετάβατος

Revision as of 06:51, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀμετάβατος, -ον) μεταβαίνω
1. αυτός που δεν έχει μεταβεί ή δεν μπορεί να μεταβεί κάπου
αρχ.
1. (για τον ήλιο ή τον ουρανό) αυτός που δεν μεταβάλλει θέση, στάσιμος, ακίνητος
2. αυτός που δεν μπορεί κανείς να τον διαβεί, να τον διασχίσει.