-η, -ο (AM ἀμετάβατος, -ον) μεταβαίνω1. αυτός που δεν έχει μεταβεί ή δεν μπορεί να μεταβεί κάπουαρχ.1. (για τον ήλιο ή τον ουρανό) αυτός που δεν μεταβάλλει θέση, στάσιμος, ακίνητος2. αυτός που δεν μπορεί κανείς να τον διαβεί, να τον διασχίσει.