ἀμετασάλευτος

Revision as of 06:51, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

German (Pape)

[Seite 122] unbeweglich, Clem. Alex.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμετασάλευτος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ κινήσῃ ἢ νὰ σείσῃ, ἀσάλευτος, ἀκίνητος, Κλήμ. Ἀλ. 201.

Spanish (DGE)

-ον inmóvil<νέοι> Clem.Al.Paed.2.7.54.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀμετασάλευτος, -ον) μετασαλεύω
αυτός που δεν μετακινήθηκε ή δεν είναι δυνατό να μετακινηθεί, ασάλευτος, ακίνητος, σταθερός.