μετασαλεύω
From LSJ
German (Pape)
[Seite 153] fortbewegen, fortschaffen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μετασαλεύω: διαταράσσω, Ὠριγέν. Ι, 797Β, κλ.
Greek Monolingual
(ΑΜ μετασαλεύω)
μετακινώ ή μετατοπίζω κάτι βίαια, απομακρύνω, διαταράσσω
νεοελλ.-μσν.
μετακινούμαι, μετατοπίζομαι
μσν.
1. μετακινούμαι διαρκώς, ταλαντεύομαι
2. κάνω κάποιον να μετακινείται διαρκώς, να περιπλανιέται
3. αναστατώνω, κάνω άνω-κάτω
4. μτφ. α) κλονίζω
β) θέτω σε κίνδυνο
γ) αναστατώνομαι, ταράζομαι.