αμμοθύελλα

Revision as of 06:51, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η (Μετεωρ.)
ισχυρός άνεμος τών ερήμων που σηκώνει μεγάλες ποσότητες κονιορτού και άμμου με αποτέλεσμα πολλές φορές η ορατότητα να περιορίζεται σημαντικότατα, μέχρι να φθάνει σχεδόν στο μηδέν.