ορατότητα
From LSJ
Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
Greek Monolingual
η ορατός
1. η ιδιότητα του ορατού, το να μπορεί κάτι να γίνεται αντιληπτό με την όραση
2. η μέγιστη απόσταση προς μία κατεύθυνση στην οποία είναι δυνατό να διακρίνει και να εξακριβώσει κανείς με γυμνό οφθαλμό διάφορα αντικείμενα κατά την ημέρα και με τεχνητό φωτισμό κατά τη νύχτα
3. (μετεωρ.) ο βαθμός διαφάνειας του ατμοσφαιρικού αέρα.