[Seite 126] irgend wohin, ἀμοιγέποι, = ὁπηδή, B. A 204.
ἁμοῖ επίρρ. (Α) [ἁμὸς ΙΙ]1. κάπου2. φρ. «ἁμοῖ γέ ποι», σε κάποιο μέρος, οπουδήποτε.