οπουδήποτε

From LSJ

ἀνὴρ ἀχάριστος μὴ νομιζέσθω φίλος → an ungrateful man should not be considered a friend

Source

Greek Monolingual

(Α ὁπουδήποτε)
επίρρ. σε οποιονδήποτε τόπο, σε οποιοδήποτε μέρος ή σημείο, όπου και αν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὅπου + αορστλ. μόριο δήποτε (πρβλ. οπωσδήποτε)].