αμούστακος

Revision as of 06:51, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο και παλ. τ. αμύστακος, -ον μουστάκι
1. αυτός που δεν έχει μουστάκι
2. αυτός που δεν έβγαλε ακόμη μουστάκι και συνεκδοχικά ο έφηβος
3. αυτός που έχει ξυρισμένο το μουστάκι
4. (για καλαμπόκι ή άλλα φυτά) χωρίς μουστάκι, χωρίς θύσανο.