μουστάκι
From LSJ
Sophocles, Fragment 698
Greek Monolingual
το (ΑΜ μουστάκιον, Μ και μουστάκι και μουστάκιν)
νεοελλ.
η υπήνη του προβόλου τών ιστιοφόρων
νεοελλ.-μσν.
1. το σύνολο τών τριχών που φύονται στο άνω χείλος
2. στον πληθ. τα μουστάκια
α) οι σκληρές μακριές τρίχες που φέρουν τα θηλαστικά και μερικά ψάρια στα πλευρά του προσώπου τους
β) οι τρίχες που φέρουν τα σμηριγγόπτερα τών εντομοφάγων πουλιών καθώς και αυτές που βρίσκονται κοντά στο στόμα σε μερικές μύγες
γ) τα ευαίσθητα τριχίδια τών σαρκοβόρων φυτών, καθώς και οι βελονοειδείς αποφύσεις τών σταχιών
μσν.
1. πρόσωπο, όψη
2. φρ. «δὲν ἔχω μουστάκι νὰ φανῶ» — δεν τολμώ να εμφανιστώ, ντρέπομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. μουστάκι(ον) < μυστάκ-ιον, υποκορ. του αρχ. μύσταξ].