αἵματος ῥυέντος ἐκχλοιοῦνται → when the blood runs, they turn pale
το1. το φυτό αραβόσιτος, κν. αραποσίτι, καλαμποκιά2. ο καρπός της καλαμποκιάς, η «κούκλα»3. καλαμποκάλευρο.[ΕΤΥΜΟΛ. < αλβ. kalambok ή ιταλ. calambochi. Κατ' άλλη άποψη < τουρκ. kalembek).