ἀμμόδρομος, ο (Α)1. δρόμος επάνω σε αμμώδες έδαφος2. στα Αρχαία ειδικότερα για δρόμο όπου διεξάγονταν ιπποδρομίες.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμμος + δρόμος.