η (Γεωπ.)
κλάδος της Αμπελολογίας, με γενικό αντικείμενο τη σπουδή τών ειδών και τών ποικιλιών τών φυτών του γένους Άμπελος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < άμπελος + -γραφία, πρβλ. γαλλ. ampelographie. Ο ελληνικός όρος πρωτοχρησιμοποιήθηκε από τον βοτανολόγο και ποιητή Θεόδωρο Ορφανίδη].