ἀμφιμάρπτω

Revision as of 06:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

only in pf. -μέμαρπα (

   A -μέμαρφα Q.S.3.614), grasp all round, handle, A.R.3.147, Opp.H.5.636.

German (Pape)

[Seite 141] ringsum erfassen, perf. ἀμφιμεμαρπώς Ap. Rh. 3, 146; Opp. H. 5, 636; ἀμφιμέμαρφε Qu. Sm. 3, 614, wo wohl -μέμαρπε zu lesen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφιμάρπτω: συναρπάζω τι πανταχόθεν, ψηλαφῶ ἢ λαμβάνω, πιάνω, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 147, Ὀππ. Ἁλ. 5. 636, - κατὰ πρκμ. ἀμφιμέμαρπα.

Spanish (DGE)

• Morfología: [perf. ἀμφιμέμαρφε Q.S.12.276]
agarrar, asir por ambos lados, ἔνθα καὶ ἔνθα θεὰν ἔχεν ἀμφιμεμαρπτώς A.R.3.147, ἐριβριθῆ μολίβου χύσιν ἀμφιμεμαρπτώς Opp.H.5.636
rodear, apresar en un abrazo ἀμφὶ δέ μιν νὺξ μάρψεν Q.S.3.334, ἀλλά σε γῆρας ... ἀμφιμέμαρφε Q.S.l.c., cf. 3.614.

Greek Monolingual

ἀμφιμάρπτω (Α)
(μόνο στον πρκμ. ἀμφιμέμαρπα)
αρπάζω, πιάνω από παντού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + μάρπτω.