-ές (Α ἀμιγής)αυτός που δεν περιέχει ξένα στοιχεία, άμικτος, ανόθευτος, καθαρόςμσν.παρθενικός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερ. + -μιγής < ἐμίγην μ(ε)ίγνυμι].