Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ανόθευτος

From LSJ

Χειμὼν κατ' οἴκους ἐστὶν ἀνδράσιν γυνή → Mulier marito saeva tempestas domi → Als ein Gewitter tobt im Haus dem Mann die Frau

Menander, Monostichoi, 540

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀνόθευτος, -ον)
1. αυτός που δεν έχει υποστεί νοθεία, αγνός, καθαρός
2. μτφ. γνήσιος
αρχ.
«ἀνόθευτος γάμος» (Αριστοτέλης)
αυτός που δεν βαρύνεται με μοιχεία.