αμφιτρύωνας
Greek Monolingual
(-ων, -ωνος), ο
αυτός που παραθέτει σε φίλους πλούσιο γεύμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ όνομα Ἀμφιτρύων (< Ἀμφι + τρύω). Η λ. φαίνεται να πήρε τη σημασία της από την κωμωδία «Αμφιτρύων» του Μολιέρου, όπου ο ομώνυμος ήρωας, άνθρωπος πλούσιος και ισχυρός που κολακεύεται για την ελευθεριότητά του, προσκαλεί σε συμπόσιο. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Γαλλοελληνικό και Ελληνογαλλικό Λεξικό του Σκαρλάτου Βυζάντιου].