ἀναγκαστήρ

Revision as of 06:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

ῆρος, ὁ,

   A one that constrains, ἀ. ἄτρακτοι the constraining spindles of Fate, IG12(7).447 (Amorgos).

Greek (Liddell-Scott)

ἀναγκαστήρ: ῆρος, ὁ, ὁ ἐπιφέρων βίαν, ἐπιβάλλων ἀνάγκην, ἀναγκ. ἄτρακτοι, τῆς Μοίρας δηλ., Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 227. 7.

Spanish (DGE)

-ῆρος, ὁ

• Grafía: graf. ἀνανκ-
forzoso, fatal ἀ. ἄτρακτοι de las Parcas IG 12(7).447 (Amorgos I a.C.).

Greek Monolingual

ἀναγκαστήρ, ο (Α)
αυτός που εξαναγκάζει, που επιβάλλει κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνάγκη.
ΠΑΡ. αρχ. ἀναγκαστήριος.