ἀναγκαστήριος
From LSJ
Μὴ πάντα πειρῶ πᾶσι πιστεύειν ἀεί → Credenda cunctis esse cuncta ne putes → Glaub ja nicht allen alles immerdar
English (LSJ)
α, ον, = ἀναγκαστικός (compulsory, coercive, cogent, having the fixity of law), ἀ. δικαιοσύνης DH. 2.75.
Spanish (DGE)
-α, -ον imperativo δικαιοσύνης ἀναγκαστήρια D.H.2.75.
German (Pape)
[Seite 183] zwingend, τὰ ἀν., Zwangsmittel, δικαιοσύνης, zur Gerechtigkeit, Dion. H. 2, 75.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναγκαστήριος: -α, -ον, = τῷ ἑπομ., ἀναγκ. δικαιοσύνης, Διον. Ἁλ. 2. 75.
Greek Monolingual
ἀναγκαστήριος, -α, -ον (Α) ο αναγκαστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἀναγκαστήρ «αυτός που αναγκάζει» < ἀναγκάζω.