ἀναγκαστήριος

From LSJ

Μὴ πάντα πειρῶ πᾶσι πιστεύειν ἀεί → Credenda cunctis esse cuncta ne putes → Glaub ja nicht allen alles immerdar

Menander, Monostichoi, 335
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναγκαστήριος Medium diacritics: ἀναγκαστήριος Low diacritics: αναγκαστήριος Capitals: ΑΝΑΓΚΑΣΤΗΡΙΟΣ
Transliteration A: anankastḗrios Transliteration B: anankastērios Transliteration C: anagkastirios Beta Code: a)nagkasth/rios

English (LSJ)

α, ον, = ἀναγκαστικός (compulsory, coercive, cogent, having the fixity of law), ἀ. δικαιοσύνης DH. 2.75.

Spanish (DGE)

-α, -ον imperativo δικαιοσύνης ἀναγκαστήρια D.H.2.75.

German (Pape)

[Seite 183] zwingend, τὰ ἀν., Zwangsmittel, δικαιοσύνης, zur Gerechtigkeit, Dion. H. 2, 75.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναγκαστήριος: -α, -ον, = τῷ ἑπομ., ἀναγκ. δικαιοσύνης, Διον. Ἁλ. 2. 75.

Greek Monolingual

ἀναγκαστήριος, -α, -ον (Α) ο αναγκαστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἀναγκαστήρ «αυτός που αναγκάζει» < ἀναγκάζω.