αναδιοργανωτικός

Revision as of 06:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ή, -ό αναδιοργανώνω
αυτός που αναφέρεται στην αναδιοργάνωση ή ο ικανός, ο κατάλληλος γι’ αυτήν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναδιοργανώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στην εφημερίδα Ασμοδαίος].