αναδιοργάνωση
From LSJ
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
Greek Monolingual
η αναδιοργανώνω
διοργάνωση σε νέες βάσεις, βελτίωση της διοργανώσεως, ανασυγκρότηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναδιοργανώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1852 στον δημοσιογράφο Παναγιώτη Χαλκιόπουλο].