ανακεφαλαίωση
Greek Monolingual
η (Α ἀνακεφαλαίωσις) ἀνακεφαλαιοῡμαι, σύντομη επανάληψη των λόγων μου με τονισμό τών κύριων σημείων, περίληψη
νεοελλ.
ενσωμάτωση τών τόκων στο κεφάλαιο και ανατοκισμός του νέου ποσού.
η (Α ἀνακεφαλαίωσις) ἀνακεφαλαιοῡμαι, σύντομη επανάληψη των λόγων μου με τονισμό τών κύριων σημείων, περίληψη
νεοελλ.
ενσωμάτωση τών τόκων στο κεφάλαιο και ανατοκισμός του νέου ποσού.