ανακτορικός

Revision as of 06:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀνακτορικός, -ή, -όν) ἀνάκτορον
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ανάκτορο ή στον άνακτα, παλατιανός, βασιλικός
2. αυτός που αφοσιώνεται στον βασιλιά.