παλατιανός
From LSJ
Ἐδιζησάμην ἐμεωυτόν → I searched out myself
Greek Monolingual
-ή, -ό (Μ παλατιανός, -ή, -όν) παλάτιον
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο παλάτι ή αυτός που ανήκει στην υπηρεσία τών ανακτόρων, ανακτορικός, αυλικός
2. το αρσ. ως ουσ. μέλος της βασιλικής ή ανακτορικής αυλής.