αναπηδητικός

Revision as of 06:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ή, -ό αυτός που αναπηδά, που τινάζεται προς τα επάνω ή αναβλύζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναπηδώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1812 στον διδάσκαλο του Γένους Κωνσταντίνο Κούμα].