-ή, -ό αυτός που αναπηδά, που τινάζεται προς τα επάνω ή αναβλύζει.[ΕΤΥΜΟΛ. < αναπηδώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1812 στον διδάσκαλο του Γένους Κωνσταντίνο Κούμα].