αναπότρεπτος

Revision as of 06:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἀναπότρεπτος) ἀποτρέπω
1. αυτός που δεν μπορεί κάποιος να τον απομακρύνει ή να τον αποφύγει, ο αναπόφευκτος
2. το ουδ. ως ουσ. το αναπότρεπτο
το μοιραίο, ο θάνατος.