αναπόφευκτος
From LSJ
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
Greek Monolingual
-η, -ο αποφεύγω
αυτός που δεν μπορεί κανείς να τον αποφύγει, αναπότρεπτος.
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
-η, -ο αποφεύγω
αυτός που δεν μπορεί κανείς να τον αποφύγει, αναπότρεπτος.