η (Α ἀνάρτησις) αναρτώτο να αναρτήσει, να στερεώσει ή να κρεμάσει κάποιος ψηλά κάτιαρχ.1. το κρέμασμα ως μέθοδος βασανισμού2. η σταύρωση.