ἀνανομή

Revision as of 06:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

ἡ,

   A redistribution, Eur.Fr.748.

German (Pape)

[Seite 199] (νομή), ἡ, Wiedervertheilung, Eur. Temen. frg. 21.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνανομή: ἡ, ἐκ νέου διανομή, «ἀνανομήν· ἀναδασμόν· ἀνανέμειν γὰρ τὸ μερίζειν, Εὐριπίδης Τημένῳ» Ἡσύχ. Ἀποστ. Εὐρ. Τήμεν. 20.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ redistribución E.Fr.748, cf. Hsch.

Greek Monolingual

ἀνανομή, η (Α)
ο αναδασμός, η εκ νέου διανομή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + -νομή < νέμω.